Αρρυθμίες είναι οι διαταραχές του ομαλού καρδιακού ρυθμού. Ρυθμιστής του καρδιακού ρυθμού, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες του οργανισμού, είναι ο φλεβόκομβος, ο φυσιολογικός βηματοδότης της καρδιάς.
Η καρδιά είναι ένας μυς που προσομοιάζει τη λειτουργία μιας διπλής αντλίας, λαμβάνοντας αίμα από την περιφέρεια, στέλνοντάς το να οξυγονωθεί στους πνεύμονες και στη συνέχεια προωθώντας το πίσω στους ιστούς και τα όργανα του σώματος. Υπό συνθήκες ηρεμίας η καρδιά ενός ενήλικου ανθρώπου επαναλαμβάνει περιοδικά τη διαδικασία αυτή περίπου 60-80 φορές το λεπτό. Σε καταστάσεις αυξημένων αναγκών (χώνεψη, άσκηση) ή Stress η καρδιακή συχνότητα αυξάνεται φυσιολογικά και μπορεί να φτάσει την μέγιστη προβλεπόμενη για την ηλικία του ατόμου (220-ηλικία). Αντίθετα στον ύπνο η καρδιακή συχνότητα μπορεί να πέσει και κάτω από τους 50 παλμούς /λεπτό.
Αρρυθμία συνεπώς είναι κάθε κατάσταση στην οποία χάνεται ο φυσιολογικός έλεγχος του καρδιακού ρυθμού από τον υγιή φλεβόκομβο.
Με ποια συμπτώματα εκδηλώνονται οι αρρυθμίες;
Οι αρρυθμίες ,όταν γίνονται αντιληπτές, εκδηλώνονται ως αίσθημα παλμών, «φτερούγισμα» στο στήθος ή απώλεια χτύπων (παλμών). Οι αρρυθμίες μπορεί να είναι ταχυκαρδίες ή βραδυκαρδίες. Ταχυκαρδία έχουμε όταν η καρδιακή συχνότητα είναι πάνω από 100 παλμοί/λεπτό ενώ βραδυκαρδία όταν είναι μικρότερη από 60πλμοί/λεπτό. Όταν η αρρυθμία είναι αρκετά σοβαρή επηρεάζει την αντλητική ικανότητα της καρδιάς και μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα όπως αδυναμία, ζάλη, εύκολη κόπωση ή και λιποθυμία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με αρρυθμίες δεν έχει συμπτώματα.
Αρρυθμίες : Ποια τα αίτια;
Τα αίτια των αρρυθμιών μπορούν σχηματικά να διαχωριστούν σε αυτά που σχετίζονται με την ίδια την καρδιά και σε αυτά που αποτελούν εξωτερικούς παράγοντες. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει μια δομική βλάβη της καρδιάς και οι αρρυθμίες είναι συνήθως σοβαρότερες. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι βλάβες από εμφράγματα από βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδιοπάθειες και μυοκαρδίτιδες. Στην ίδια κατηγορία μπορούν να ενταχθούν και εκ γενετής ανωμαλίες όπως τα επιπλέον δεμάτια που προκαλούν βραχυκύκλωμα κατά την αγωγή των ερεθισμάτων.
Εξωτερικοί παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν αρρυθμίες είναι η καφεΐνη, το αλκοόλ, η κοκαΐνη, εισπνεόμενα που περιέχουν βήτα διεγέρτες αλλά και το Stress. Οι θυρεοειδοπάθειες και οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές αποτελούν επίσης αίτια για αρρυθμίες.
Συχνά η εκδήλωση αρρυθμιών είναι ένας συνδυασμός μιας λανθάνουσας μυοκαρδιακής βλάβης και ενός εξωτερικού αιτίου όπως ένα έντονο συναισθηματικό Stress.
Πότε είναι επικίνδυνες οι αρρυθμίες;
Η επικινδυνότητα των αρρυθμιών καθορίζεται από την φύση της ίδιας της αρρυθμίας αλλά και από το υπόστρωμα επί του οποίου εμφανίζεται. Ειδικότερα υπάρχουν αρρυθμίες που εξ ορισμού είναι επικίνδυνες όπως η κοιλιακή μαρμαρυγή και οι κοιλιακές ταχυκαρδίες. Οι αρρυθμίες αυτές μειώνουν ή και μηδενίζουν την καρδιακή παροχή με αποτέλεσμα την απώλεια των αισθήσεων ή και τον θάνατο αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Στο άλλο άκρο είναι οι λεγόμενες «αθώες» αρρυθμίες που σχεδόν ποτέ δεν προκαλούν αιμοδυναμική επιβάρυνση στο οργανισμό και απλά είναι «ενοχλητικές». Οι πλειοψηφία των αρρυθμιών βέβαια βρίσκονται κάπου ανάμεσα από πλευράς επικινδυνότητας. Όπως αναφέραμε και παραπάνω οι αρρυθμίες μπορούν να εκδηλωθούν ως ταχυκαρδίες ή ως βραδυκαρδίες. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ταχυκαρδία και όσο σοβαρότερη η βραδυκαρδία τόσο πιο επικίνδυνη μπορεί να είναι μια αρρυθμία. Μεγάλη σημασία έχει το υπόστρωμα επί του οποίου εκδηλώνονται οι αρρυθμίες. Μια κατά τα άλλα υγιή καρδιά μπορεί να «ανεχθεί» ακόμα και σοβαρές αρρυθμίες ενώ μια επιβαρυμένη όχι. Για παράδειγμα μια ταχυκαρδία με 150 σφύξεις/λεπτό δεν θα έχει καμία ιδιαίτερη επίδραση σε έναν υγιή νέο ενώ η ίδια ταχυκαρδία σε έναν ασθενή με σοβαρή αορτική στένωση θα προκαλέσει πνευμονικό οίδημα.
Ένας ιδιαίτερος τύπος αρρυθμίας είναι η κολπική μαρμαρυγή, γνωστή και ως πλήρη αρρυθμία. Μπορεί να εκδηλωθεί ως ταχυκαρδία, βραδυκαρδία ή και με εναλλαγές ταχυκαρδίας-βραδυκαρδίας στον ίδιο ασθενή. Η αρρυθμία αυτή εκτός από την αιμοδυναμική επιβάρυνση που μπορεί να προκαλέσει προδιαθέτει και σε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (βλέπε ξεχωριστό άρθρο για την κολπική μαρμαρυγή).
Αρρυθμίες : Πώς γίνεται η διάγνωση;
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο ασθενής είναι αυτός που αντιλαμβάνεται τις αρρυθμίες και θέτει την υποψία. Συχνά η περιγραφή των χαρακτηριστικών της αρρυθμίας από τον ασθενή αρκεί για να μπορέσει ο ιατρός να την ταυτοποιήσει. Για την ακριβή διάγνωση του τύπου της αρρυθμίας πρέπει να γίνει καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδίας την ώρα της αρρυθμίας. Αν η αρρυθμία εκδηλωθεί την ώρα της καρδιολογικής εξέτασης τότε το ηλεκτροκαρδιογράφημα αρκεί για να θέση την ακριβή διάγνωση. Συνήθως βέβαια δεν είμαστε τόσο τυχεροί και απαιτείται η παρακολούθηση της καρδιάς για 24 ή και περισσότερες ώρες με τις ειδικές συσκευές Holter. Στην περίπτωση που και αυτό αποτύχει και υπάρχει ισχυρή υποψία για σοβαρή αρρυθμία γίνεται εμφύτευση υποδορίως μικρής συσκευής μακροχρόνιας καταγραφής. Η συσκευή αυτή μπορεί να παρακολουθεί την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς για μήνες.
Όταν υπάρχει υποψία επικίνδυνης για την ζωή αρρυθμίας ο ασθενής οδηγείται συνήθως στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο. Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μια επεμβατική μέθοδό κατά την οποία με ειδικούς καθετήρες που εισέρχονται στην καρδιά γίνεται διέγερση της με σκοπό να εκδήλωθεί-αποκαλυφθεί η αρρυθμία.
Καθώς οι σοβαρές αρρυθμίες εκδηλώνονται συνήθως σε έδαφος σοβαρών καρδιακών παθήσεων για την διαστρωμάτωση του κινδύνου που διατρέχει ο ασθενής είναι επιβεβλημένος ο απεικονιστικός και δυναμικός έλεγχος της καρδιάς με ηχωκαρδιογράφημα και δοκιμασία κοπώσεως αντίστοιχα. Επί υποψίας ισχαιμικής νόσου ο έλεγχος συμπληρώνεται με στεφανιογραφία.
Αρρυθμίες : Αντιμετώπιση και Θεραπεία
Οι αρρυθμίες αντιμετωπίζονται με βάση την επικινδυνότητα τους και την αιτιολογία τους. «Αθώες» αρρυθμίες που είναι σπάνιες και δεν ενοχλούν ιδιαίτερα τον ασθενή συχνά γίνονται καλύτερα ανεκτές όταν υπάρξει ενημέρωση και καθησυχασμός. Αν εξακολουθούν να διαταράσσουν την ψυχική ηρεμία του ατόμου τότε υπάρχουν καρδιοεκλεκτικά φάρμακα που μειώνουν την ένταση και την συχνότητα των αρρυθμιών. Κάποιες συγκεκριμένες αρρυθμίες μπορεί να αντιμετωπιστούν ριζικά με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη και καυτηριασμό. Στις σοβαρές και επικίνδυνες αρρυθμίες η θεραπεία στρέφεται στο αίτιο. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι αρρυθμίες από σοβαρή στεφανιαία νόσο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αντιμετώπιση της ισχαιμίας με αγγειοπλαστική ή επέμβαση αορτοστεφανιαίας παρακαμψής (bypass) μπορεί να επιφέρει ίαση. Υπάρχουν βέβαια και ασθενής που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις συνήθεις μεθόδους και απαιτείται η τοποθετηθεί βηματοδότης ή /και απινιδωτής .