Η καρδία είναι μια αντλία και ο ρόλος της είναι να καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού σε οξυγονωμένο αίμα ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις του για ενέργεια. Καρδιακή ανεπάρκεια υπάρχει όταν η καρδιά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές τις απαιτήσεις.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι ανάλογα με την βαρύτητα του προβλήματος. Στα αρχικά στάδια η καρδιακή ανεπάρκεια εκδηλώνεται με δύσπνοια στην μέτρια άσκηση-εύκολη κόπωση. Τα αμβληχρά αυτά συμπτώματα μπορεί να διαλάθουν της προσοχής του ασθενούς ή να αποδοθούν σε άλλα αίτια( κάπνισμα, παχυσαρκία κ.α.). Όταν η καρδιακή ανεπάρκεια γίνει πιο σοβαρή η δύσπνοια εμφανίζεται σε χαμηλότερο επίπεδο κόπωσης. Συγχρόνως μπορεί να εμφανιστούν οιδήματα στα κάτω άκρα και διάταση των φλεβών του τραχήλου. Σε προχωρημένες καταστάσεις ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζει δύσπνοια σε κατακεκλιμένη θέση και ανάγκη να καθίσει για να αναπνεύσει. Άλλα συμπτώματα που μπορεί να παρουσιάσει ο ασθενής με καρδιακή ανεπάρκεια είναι δυσπεψία, δυσφορία μετά από γεύματα ταχυκαρδίες και συγκοπή.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Αιτιολογία
Τα αίτια της καρδιακής ανεπάρκειας είναι πολλά. Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να οφείλεται σε αδυναμία του καρδιακού μυός ή σε βλάβη στις βαλβίδες .
Αδυναμία μυοκαρδίου: Η συχνότερη αιτία καρδιακής ανεπάρκειας από αδυναμία του καρδιακού μυός στους ενήλικους είναι η στεφανιαία νόσος. Οι σοβαρές στενώσεις στα στεφανιαία ή παλαιά εμφράγματα, έχουν ως αποτέλεσμα τμήματα του μυοκαρδίου να μην συσπώνται. Όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση των δυσλειτουργικών τμημάτων τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα για κλινικά έκδηλη καρδιακή ανεπάρκεια.
Καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να εκδηλωθεί και στην περίπτωση προσβολής της καρδίας από έναν ιό. Η ιογενής μυοκαρδίτιδα προσβάλλει όλες τις ηλικίες . Η αρχική εκδήλωση της ίωσης μοιάζει με αυτή του κοινού κρυολογήματος. Όταν προσβληθεί το μυοκάρδιο προστίθενται στην κλινική εικόνα συμπτώματα από τον θώρακα όπως συσφικτικό άλγος-βάρος που ομοιάζουν με το έμφραγμα. Στο ένα τρίτο των περιπτώσεων η ιογενής μυοκαρδίτιδα οδηγεί σε σημαντική έκπτωση της καρδιακής λειτουργικότητας και σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Άλλα λιγότερο συχνά καρδιακής ανεπάρκειας από αδυναμία του καρδιακού μυός είναι ο αλκοολισμός οι θυρεοειδοπάθειες και οι τάχυ-βράδυαρρυθμίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια και την καρδιακή ανεπάρκεια από χρόνια αρρύθμιστη αρτηριακή υπέρταση που δεν είναι σπάνια.
Βαλβιδοπάθειες: Ο ρόλος των βαλβίδων της καρδιάς είναι να επιτρέπουν την ελεύθερη ροή αίματος από μια κοιλότητα στην επόμενη ή από μια κοιλότητα σε ένα αγγείο αποτρέποντας όμως την αντίστροφη ροή. Όταν μια βαλβίδα έχει στένωση τότε δεν είναι εφικτή η προαναφερόμενη ελεύθερη ροή ενώ όταν έχει ανεπάρκεια τότε υπάρχει η αντίστροφη ροή. Και οι δυο καταστάσεις , στένωση και ανεπάρκεια, δυσχεραίνουν το έργο της καρδιάς και σε σοβαρές μορφές προκαλούν καρδιακή ανεπάρκεια.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Προδιαθεσικοί παράγοντες
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες σχετίζονται με τα αίτια της καρδιακής ανεπάρκειας. Έτσι οι προδιαθεσικοί παράγοντες της στεφανιαίας νόσου όπως το κάπνισμα, ο Σακχαρώδης Διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία και η νεφρική ανεπάρκεια, προδιαθέτουν και για καρδιακή ανεπάρκεια. Η κατάχρηση αλκοόλ όπως και η αρρύθμιστη αρτηριακή υπέρταση αποτελούν επίσης παράγοντες κινδύνου για καρδιακή ανεπάρκεια.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Διάγνωση
Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας είναι βασικά κλινική. Η παρουσία των συμπτωμάτων και των σημείων της καρδιακής ανεπάρκειας είναι συνήθως διαγνωστικά. Σε περιπτώσεις όχι τόσο έκδηλες ή που τα συμπτώματα δεν είναι χαρακτηριστικά, βοήθεια δίνουν οι εργαστηριακές εξετάσεις.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα: Το καρδιογράφημα μπορεί να έχει ενδείξεις υπερτροφίας της καρδιάς, παλαιού εμφράγματος ή αρρυθμίες. Είναι πολύ σπάνιο να υπάρχει καρδιακή ανεπάρκεια και το καρδιογράφημα να είναι τελείως φυσιολογικό.
Ακτινογραφία θώρακα: Στην απλή ακτινογραφία θώρακα μπορεί να αποκαλυφθεί αύξηση του μεγέθους της καρδίας και μικρές συλλογές υγρού στις βάσεις των πνευμόνων.
Ηχωκαρδιογράφημα: Στο ηχωκαρδιογράφημα με την βοήθεια υπερήχων μελετάμε την λειτουργικότητα της καρδίας. Η αδυναμία του μυοκαρδίου και οι βαλβιδοπάθειες, χαρακτηριστικά ευρήματα στον ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια, μπορεί να μελετηθούν πολύ καλά με το ηχωκαρδιογράφημα. Το κλάσμα εξώθησης, είναι ένας αδρός δείκτης της συσπαστικότητας της καρδιάς (υπολογίζεται αφαιρώντας τον τελοσυστολικό όγκο της αριστερής κοιλίας από τον τελοδιαστολικό και διαιρώντας με τον τελοδιαστολικό). Με το ηχωκαρδιογράφημα υπολογίζεται το κλάσμα εξώθησης και έτσι ποσοτικοποιείται η «αδυναμία» του μυοκαρδίου. Το ηχωκαρδιογράφημα αποτελεί την μέθοδό εκλογής για την διάγνωση και ποσοτικοποίηση των βαλβιδοπαθειών. Μπορεί επίσης να αναδείξει την διαστολική δυσλειτουργία της καρδιάς ως αίτιο καρδιακής ανεπάρκειας. Στην περίπτωση αυτή η καρδιακή ανεπάρκεια δεν οφείλεται σε μειωμένη συσπαστικότητα της καρδιάς αλλά σε μειωμένη ευενδοτότητα-ελαστικότητα. Η καρδιά έχει «σκληρύνει» και απαιτεί υψηλές πιέσεις για να διαταθεί και να γεμίσει με αίμα.
Καρδιακή ανεπάρκεια : Θεραπεία
Η θεραπεία όταν είναι δυνατόν στρέφεται κατά του αίτιου της καρδιακής ανεπάρκειας. Έτσι στην περίπτωση της στεφανιαίας νόσου γίνεται προσπάθεια επαναιμάτωσης είτε με αορτοστεφανιαία παράκαμψη (Bypass) είτε με αγγειοπλαστικές. Παρομοίως αν η αιτία είναι μια σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς τότε ενδείκνυται ή επιδιόρθωση ή αντικατάσταση της βαλβίδας.
Πέρα από την αιτιολογική αντιμετώπιση, η καρδιακή ανεπάρκεια ανεξαρτήτως αιτιολογίας χρήζει ορισμένων παρεμβάσεων:
- Ρύθμιση αρτηριακής πίεσης.
- Αντιμετώπιση Σακχαρώδους Διαβήτη.
- Διακοπή καπνίσματος.
- Περιορισμός –διακοπή πόσης αλκοολούχων ποτών.
- Διαιτητικός περιορισμός άλατος.
- Απώλεια βάρους.
- Καθημερινή ήπια έως μέτρια άσκηση σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα καρδιολόγου.
Σημαντική είναι και η συμβολή των φαρμάκων στην θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας.
Διουρητικά: Τα διουρητικά κατέχουν εξέχουσα θέση στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων στην καρδιακή ανεπάρκεια. Απομακρύνοντας τα πλεονάζοντα υγρά από το σώμα, αντιμετωπίζονται τα περιφερικά οιδήματα και η συμφόρηση στους πνεύμονες με ευεργετικά αποτελέσματα στην ικανότητα προς άσκηση και την αναπνοή.
Βήτα αποκλειστές: Οι βήτα αποκλειστές με την κατασταλτική τους επίδραση στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα επιβραδύνουν την καρδιακή συχνότητα και «ξεκουράζουν» την καρδιά. Οι βήτα αποκλειστές εκτός από την ύφεση των συμπτωμάτων που επιφέρουν βελτιώνουν και το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης(ΑΜΕΑ): Οι ΑΜΕΑ βελτιώνουν αιμοδυναμικά τον ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια και περιορίζουν την ίνωση του μυοκαρδίου με καλά αποτελέσματα τόσο στα συμπτώματα όσο και την επιβίωση του ασθενούς.
Αλδοστερόνη- Επλερενόνη: Είναι ήπια καλιοσυντηρητικά διουρητικά που έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνουν την επιβίωση και τα συμπτώματα όταν προστίθενται στην υπόλοιπη αγωγή.
Σε ειδικές περιπτώσεις μη ανταποκρινόμενες στην βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να γίνει εμφύτευση ειδικού αμφικοιλιακού βηματοδότη που επανασυγχρονίζει την καρδιακή συστολή βελτιώνοντας την αντλητική ικανότητα της καρδιάς.
Δυστυχώς η καρδιακή ανεπάρκεια με τα χρόνια επιδεινώνεται. Η θεραπευτικές παρεμβάσεις που προαναφέρθηκαν επιβραδύνουν την εξέλιξη της αλλά δεν την σταματούν. Στις ημέρες μας παρατηρούμε θεαματική πρόοδος στις συσκευές υποβοήθησης της αριστερής κοιλίας με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Μέχρι να τελειοποιηθούν όμως οι συσκευές αυτές η τελική λύση στο πρόβλημα της καρδιακής ανεπάρκειας θα εξακολουθεί να είναι η μεταμόσχευση καρδιάς.