Η υπέρταση θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας στις ημέρες μας, καθώς πλήττει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιακή – νεφρική ανεπάρκεια και στεφανιαία νόσο. Υπέρταση υπάρχει όταν η πίεση του αίματος, η οποία ασκείται στα τοιχώματα των αρτηριών, είναι σταθερά υψηλότερη από τις φυσιολογικές τιμές. Το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης αποδίδεται με δύο αριθμούς. Ο μεγαλύτερος αριθμός μας δείχνει τη συστολική πίεση ή αλλιώς τη «μεγάλη» και ο μικρότερος αριθμός τη διαστολική πίεση ή διαφορετικά τη «μικρή». Υπέρταση στα ενήλικα άτομα έχουμε όταν η συστολική πίεση είναι πάνω από 140 mmHg ή/και η διαστολική είναι μεγαλύτερη από 90 mmHg.
Υπέρταση: Αίτια και προδιαθεσικοί παράγοντες
Η υπέρταση είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ιδιοπαθής. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια σαφή και αναστρέψιμη αιτία για την ύπαρξη της. Μόνο σε ένα 5% των υπερτασικών ανευρίσκεται κάποια άλλη πάθηση ως αίτιο της υπέρτασης. Οι περιπτώσεις αυτές της λεγόμενης δευτεροπαθούς υπέρτασης αφορούν σπάνια νοσήματα όπως είναι η στένωση των νεφρικών αρτηριών , ο υπεραλδοστερινισμός, το φαιοχρωμοκύττωμα, η στένωση του ισθμού της αορτής κ.α.
Εκτός από την γενετική προδιάθεση υπάρχει και η περιβαλλοντική επίδραση στην αρτηριακή πίεση. Λέγοντας περιβαλλοντική επίδραση αναφερόμαστε κατά κύριο λόγω στην διατροφή και τον τρόπο ζωής. Η αυξημένη πρόσληψη άλατος , η καθιστική ζωή και η παχυσαρκία αποτελούν σαφέστατα προδιαθεσικούς παράγοντες για εκδήλωση υπέρτασης. Το κάπνισμα και η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, αν και δεν έχουν αξιόλογη επίδραση στην πίεση αυτή καθ’εαυτήν, πολλαπλασιάζουν την βλαπτική επίδραση της υπέρτασης στον οργανισμό και πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Τι συμπτώματα έχει η υπέρταση;
Η υπέρταση είναι μια ασυμπτωματική νόσος, δηλαδή δεν παρουσιάζει κάποιο σύμπτωμα και η διάγνωσή της γίνεται σε μια τυχαία μέτρηση της πίεσης. Συμπτώματα μπορούν να παρουσιαστούν μόνο σε βαριές περιπτώσεις υπέρτασης ( κακοήθη υπέρταση ). Τα συμπτώματα αυτά είναι τα εξής:
- Έντονη κεφαλαλγία
- Θόλωση οράσεως
- Απώλεια συνείδησης
- Δύσπνοια
- Θωρακικό άλγος
Πώς διαγιγνώσκεται η υπέρταση και ποιες εξετάσεις είναι απαραίτητες;
Όπως ορίστηκε παραπάνω, υπέρταση υπάρχει όταν η αρτηριακή πίεση υπερβαίνει σταθερά τα 140/90mmHg. Η λέξη σταθερά υπογραμμίστηκε διότι δεν αρκεί μια παθολογική τιμή για να τεθεί η διάγνωση. Φυσιολογικά η αρτηριακή πίεση παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις κατά την διάρκεια της ημέρας. Οι διακυμάνσεις αυτές ακολουθούν κατά κανόνα τις ανάγκες του οργανισμού. Κατά την διάρκεια του ύπνου η πίεση βρίσκεται φυσιολογικά στα χαμηλότερα επίπεδα. Κατά την διάρκεια άσκησης η πίεση ξεπερνάει το προαναφερόμενο όριο. Καταστάσεις έντονου Stress εκλαμβάνονται από τον οργανισμό ως απειλή και με πρωτόγονο αντανακλαστικό προετοιμάζεται, αυξάνοντας σημαντικά την πίεση και του παλμούς, για «να το βάλει στα πόδια» ωσάν να απειλείται η ακεραιότητα του. Η διακύμανση της πίεσης καθορίζεται εν μέρει και από την στάση του σώματος. Είναι υψηλότερη σε ύπτια θέση και χαμηλότερη σε καθιστή ή όρθια θέση. Μια τυχαία μέτρηση συνεπώς μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτική. Για τον λόγω αυτό υπάρχει τυποποίηση στον τρόπο μέτρησης της. Ο ασθενής πρέπει να αφεθεί να ηρεμήσει για τουλάχιστον πέντε λεπτά και η μέτρηση γίνεται σε καθιστή θέση με τον αγκώνα στο επίπεδο της καρδιάς. Πρέπει να γίνουν περισσότερες από μία μετρήσεις (συνήθως τρεις) με μεσοδιαστήματα τριών λεπτών έως ότου η πίεση σταθεροποιηθεί γύρω από μια τιμή. Αν διαπιστωθεί παθολογική τιμή αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και σε επόμενου ελέγχους(με μεσοδιάστημα εβδομάδας) πριν να τεθεί η διάγνωση της υπέρτασης. Ακόμα και τότε όμως θα πρέπει να υπάρχει μια «εγκράτεια» από την μεριά του ιατρού διότι υπάρχει ένα ποσοστό της τάξεως του 20% που παρουσιάζει υπέρταση μόνο στο ιατρείο την λεγόμενη υπέρταση της λευκής μπλούζας. Όταν η διάγνωση δεν είναι ξεκάθαρη μπορεί να ζητηθεί κατ’ οίκον καταγραφή της πίεσης ή να τοποθετηθεί συσκευή εικοσιτετράωρης καταγραφής της αρτηριακής πίεσης(ABPM).
Όταν τεθεί η διάγνωση της υπέρτασης τα επόμενα βήματα αφορούν την αναζήτηση για βλάβες σε όργανα στόχους και η διερεύνηση για δευτεροπαθή υπέρταση(αν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο). Όργανα στόχους της υπέρτασης εννοούμε τα όργανα που βλάπτονται από αυτήν όπως είναι η καρδιά, τα αγγεία, οι νεφροί, τα μάτια, και ο εγκέφαλος. Για την διερεύνηση αυτή θα προγραμματιστούν μια σειρά από βιοχημικές και απεικονιστικές εξετάσεις που στις απλές περιπτώσεις περιλαμβάνουν:
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Ηχωκαρδιογράφημα
- Υπερηχογράφημα καρωτίδων
- Βυθοσκόπηση
- Βιοχημικός έλεγχος νεφρικής λειτουργίας
- Γενική ούρων
Αν διαπιστωθεί βλάβη σε όργανο στόχο τότε η υπέρταση θεωρείται «επιθετική» και απαιτείται η χωρίς καθυστέρηση φαρμακευτική αντιμετώπιση της. Διαφορετικά υπάρχει χρόνος για μη φαρμακευτική αντιμετώπιση της με διορία έως και 6μήνες.
Τι επιπλοκές μπορεί να παρουσιάσει η υπέρταση;
Η υπέρταση είναι μια νόσος που οι κύριες αρνητικές της συνέπειες οφείλονται στην βλαπτική της επίδραση στα αγγεία. Η χρόνια υπέρταση προκαλεί σημαντικές δομικές και λειτουργικές βλάβες στα αγγεία τα οποία σταδιακά χάνουν την ελαστικότητα τους, την ικανότητα τους να διαστέλλονται, στενεύουν και εν τέλει αποφράσσονται. Η καταστροφή αυτή των αγγείων έχει ιδιαίτερη σημασία στα ευαίσθητα σε ισχαιμία όργανα όπως είναι ο εγκέφαλος, η καρδιά, τα νεφρά, τα μάτια. Η υπέρταση αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια. Η υπέρταση μπορεί να προκαλέσει νεφρικής ανεπάρκειας και αμφιβληστροειδοπάθειας. Η άμεση επίδραση της στα μεγάλα αγγεία όπως η αορτή και οι λαγόνιες αρτηρίες οδηγεί στον σχηματισμό ανευρυσμάτων η ρήξη των οποίων είναι συνήθως μοιραία. Καθώς η υπέρταση είναι πολύ συνηθισμένη, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες, οι επιπλοκές της επηρεάζουν σημαντικά την υγεία του γενικού πληθυσμού.
Πώς θεραπεύεται η υπέρταση;
Η υπέρταση δεν είναι μια πάθηση που αντιμετωπίζεται με βραχυχρόνια θεραπεία όπως π.χ. μια φαρυγγίτιδα. Εκτός από μερικές μορφές δευτεροπαθούς υπέρτασης όπου μπορεί να αρθεί το γενεσιουργό αίτιο, η υπέρταση χρήζει μακροχρόνιας ή και ισόβιας αντιμετώπισης.
Η αλλαγή του τρόπου ζωής αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση της πάθησης. Η απώλεια βάρους, η σωματική άσκηση, ο περιορισμός του άλατος στην διατροφή και η διακοπή του καπνίσματος είναι μερικές από τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν. Σε ήπιες μορφές υπέρτασης οι αλλαγές αυτές μπορεί να αρκούν για τον έλεγχο της πίεσης. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο στόχος καταφεύγουμε σε φαρμακευτική αγωγή.
Για την απόφαση έναρξης φαρμακευτικής αγωγής γίνεται μια σφαιρική εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς. Αν η υπέρταση είναι ο μοναδικός παράγοντας κινδύνου και πρόκειται για ήπια μορφή σε ηλικιωμένο ασθενή μπορεί να μην γίνει φαρμακευτική παρέμβαση. Αν ο ασθενής είναι νέος και συνυπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου (Διαβήτης, Δυσλιπιδαιμία) ή βλάβες σε όργανα στόχους τότε η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής κρίνεται συνήθως αναγκαία.
Στις ημέρες μας υπάρχει μια πληθώρα αντιυπερτασικών φαρμάκων. Ο τρόπος δράσεις τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν. Η επιλογή της κατάλληλης αγωγής επηρεάζεται από την συνολική εικόνα του ασθενούς( πχ σε ασθενή με πρωτεϊνουρία προτιμώνται ανταγωνιστές του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης), σε μεγάλο βαθμό όμως είναι τελικά το αποτέλεσμα πολλαπλών δοκιμών. Δεν υπάρχει καλύτερο η χειρότερο φάρμακο, αλλά κατάλληλο ή ακατάλληλο για τον συγκεκριμένο ασθενή.
Η καλή συνεργασία με τον ιατρό και η συμμετοχή του ασθενούς στην θεραπεία αποτελούν προϋπόθεση για την μακροχρόνια αντιμετώπιση της νόσου.